νίφτω

νίφτω
βλ. νίβω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νίφτω — βλ. νίβω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • νίβω — και νίφτω ένιψα, νίφτηκα, νιμμένος 1. μτβ., καθαρίζω το πρόσωπο και τα χέρια με νερό: Το να χέρι νίβει τ άλλο και τα δυο το πρόσωπο (παροιμ.). – Νίψου κι αποφάγαμε (παροιμ., για απροσδόκητη αποτυχία). 2. μτφ., καθαρίζω ηθική αμαρτία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”